- παρακλαυσίθυρον
- τὸ, Αλυπητερό ερωτικό άσμα, γεμάτο πάθος, το οποίο τραγουδούσε ο εραστής έξω από την πόρτα τής αγαπημένης του κατά τη διάρκεια τής νύχτας («ᾄδειν τὸ παρακλαυσίθυρον», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κλαυσι- (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + θύρα].
Dictionary of Greek. 2013.